Previous:
ἡμιόνειος
Next:
ἡμιόνιον
ἡμιον-ικός, ή, όν,=
ἡμιόνειος, ζεῦγος
X.
An.
7.5.2
; ὁδὸς ἡ. a road
only fit for mules
,
Str.
6.3.7; ἡ. ἅρμα
drawn by mules
,
BGU
814.6
(iii A.D.)
.