παμ-πληθής, ές, in
or with their whole multitude
, παμπληθεῖς Ἀρκάδες X.HG6.5.26. II. = πάμπολυς, very numerous, multitudinous
, μεταβολαί Pl.Lg.782b, cf. Tht.156b; γεωργίαι D. 19.145; πονηρίαι Id.21.19; χρήματα prob. in D.S. 14.13; κραυγαί POxy. 1242.54 (i A. D.): c. gen., παμπληθεῖς Ἀργείων Isoc.12.169: with sg., π. ἂν τὸ γένος ἦν (sc. τῶν ἰχθύων) Arist.HA567b2; π. κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν a vast amount of
.., Isoc. 15.154; πῦρ π. Arist.Mir.833a20. III. neut. as Adv., entirely
, παμπληθὲς ἀπέσχεν D. 19.19, cf. D.C. 55.20.