Previous:
παραγίγνομαι
Next:
παραγκαλίζομαι
παραγιγνώσκω, later παρα-γῑνώσκω,
decide wrongly, commit an error of judgement
,
ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ
X.
Mem.
1.1.17
;
π. τοῦ δικαίου
Philostr.
VS
2.27.2
.