Previous:
παρεφεδρεύω
Next:
παρεφθαρμένως
παρεφηβεία, Ion.παρευτακτ-είη, ἡ,
status of
α παρέφηβος (perh. = παρεύτακτος), Epigr. in
Abh.Berl.Akad.
1909(2).62 (Samos,
ii/i B.C.
).