Previous:
περ
Next:
περαᾶν
πέρα (B), ἡ, = περαία, ἐκ πέρας Ναυπακτίας
A.
Supp.
262;
Χαλκίδος πέραν ἔχων
Id.
Ag.
190
(lyr.):—
hence πέρανδε,
to a foreign city
,
SIG
56.13 (Argos, V B.C.).