Previous:
περδικοτρόφος
Next:
πέρδομαι
πέρδιξ, Cret. πήριξ
Hsch.
, ῑκος
S.
Fr.
323,
Nicopho
18, ῐκος
Archil.
106,
Epich.
84, ὁ and ἡ:—
partridge
,
Ar.
Av.
767; οἱ ὄρτυγες καὶ οἱ π.
X.
Mem.
2.1.4; σκοπέλων μετανάστρια π.
AP
7.204 (
Agath.
): prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp',
Ar.
Fr.
523.