Previous:
περιφοίτησις
Next:
περιφορά
περίφοιτ-ος, ον,
revolving
,
ἔργα σελήνης
Parm.
10.4
; of persons,
wandering about
,
Call.
Epigr.
30.3,39.2,
Nonn.
D.
3.297, al.;
ψυχὴ π. καὶ πεπλανωμένη
Ph.
1.484
; but f.l. for περίφημον,
Id.
2.248.