Previous: περίφοβοςNext: περιφοίτησις


περιφοιτ-άω, wander about, prov., Βοῦθος -φοιτᾷ Cratin.245, cf. Arist.Fr.616; πανταχοῖ Aristid.Or.26(14).18, cf. Ph.1.305.

2. c. acc., ψυχὴ π. τὰ μόρια τὰ ἑωυτῆς Hp.Vict.1.6; π. τὰ ἄστη Philostr. VSPraef.