προσμείγνῡμι, Pl.Lg.878b, also προσμίσγω (v. infr.): fut. -μείξω: aor. -έμειξα:—
make to reach
or touch
, μακρὰ τείχη τῇ θαλάσσῃ Plu. Alc.15; τῷ ποταμῷ τὸ δεξιόν Id.Art.8: metaph. of a race-horse, π. κράτει δεσπόταν lead
him to sure
victory, Pi.O.1.22; reversely, π. κίνδυνον τῇ πόλει Aeschin.3.146. 2. Arith., add,
Cat.Cod.Astr.1.168. 3. mix in as well
, Zos.Alch.p.142B. II. intr., hold intercourse with, approach
, ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμεῖξαι S.Ph.106; Ζηνὶ προσμείξων E.Fr.911 (lyr.); of things, ὅρος ὅρῳ προσμειγνύς Pl.Lg.878b; ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προς μείξασα having had communion with ..
, ib.904d; προσέμειξεν ..τοὔπος ἡμῖν came suddenly upon
us, S.Tr.821 (lyr.); also ἐπειδὴ προσέμειξεν ἐγγὺς τοῦ στρατεύματος came near ..
, Th.4.93, cf. 7.41; ἐγγύτερον ἐπί τινας Pl.Plt.290c; αὐτοῖς ἐγγύθεν Id.Lg. 783b. 2. in hostile sense, meet in battle, engage with
, προσέμειξαν τοῖσι βαρβάροισι Hdt.6.112, cf. 5.64, etc.; πρὸς ἀταξίαν τοιαύτην ..ὀργῇ προσμείξωμεν Th.7.68: abs., engage
, ὅπῃ προσμείξειαν X.Cyr.5.4.46; [οἱ Σκύθαι] ἄποροι προσμίσγειν difficult to come to close quarters with
, Hdt.4.46. 3. come
or go close up to ..
, προσέμειξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων Th.3.22; προσέμισγον τῷ ζεύγματι Id.7.70; προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις Id.3.22; but πρὸς τὰς ἐντὸς [ναῦς] προσμεῖξαι form a junction
with them, Id.7.22, cf. X.Cyr.2.4.21; ὅπως οἱ τελευταῖοι -μείξειαν Id.An.4.2.16: poet. c. acc., μέλαθρα π. E.Or.1290 (lyr.). 4. προσέμειξαν (-ξε) τῇ Νάξῳ, τῇ Πελοποννήσῳ, τῇ Ἀσίῃ, put to shore at, arrived at, landed in
, Hdt.6.96, 7.168, 8.130; τῷ Τάραντι προσμίσγει Th.6.104, cf. 1.46; εἰς Θάψον ταῖς ναυσί Plu. Nic.17.