Previous:
προσποιητής
Next:
προσποιητός
προσποι-ητικός, ή, όν,
making pretence to
a thing, c. gen.,
ἀνδρείας
Arist.
EN
1115b30
;
ἀλαζονεία ἕξις π. ἀγαθοῦ
Pl.
Def.
416a
.