Previous:
προσποιητός
Next:
προσπολεμόομαι
προσπολεμ-έω,
carry on war against
, τινα
X.
An.
1.6.6; τινι
Aeschin.
1.64: abs.,
Pl.
R.
332e;
ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι
Th.
8.96
, cf. 7.51;
χαλεπὸς προσπολεμεῖν
Isoc.
4.138
, cf.
D.
2.22.