Previous:
τρωτέον
Next:
τρωχάω
τρω-τός, ή, όν,
vulnerable,
Il.
21.568,
E.
Hel.
810,
X.
An.
3.1.23,
Eub.
107.8,
Phld.
Sign.
38; cf. τρωτός: παθητός (leg. πληκτός),
Hsch.
; τετρωτος (sic)
=
vulnerarius,
Gloss.