Previous:
χορτηγός
Next:
χορτίον
χορτ-ικός, ή, όν,
of
or
for hay,
γενήματα
PPetr.
2p.121
(iii B. C.)
;
φόρος
CPR
40.23
(iii A. D.)
, etc.;
τὰ χ.
Ptol.
Tetr.
81
.